λασπώνω — λασπώνω, λάσπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λασπώνω — λάσπωσα, λασπώθηκα, λασπωμένος 1. μτβ., αλείφω με λάσπη, λερώνω με λάσπη. 2. αμτβ., λερώνομαι με λάσπη: Οι μπότες μου λάσπωσαν. 3. μτφ., γίνομαι πολτός: Λασπωμένο ρύζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλασπώνω — λασπώνω κάποιον εντελώς, τόν γεμίζω λάσπες … Dictionary of Greek
αλάσπωτος — η, ο [λασπώνω] 1. ο μη αλειμμένος με λάσπη, με αμμοκονία 2. αυτός που δεν λασπώθηκε, που δεν λερώθηκε με λάσπη 3. ο ηθικά ακηλίδωτος, άσπιλος 4. αυτός που δεν περιήλθε σε δύσκολη οικονομική θέση … Dictionary of Greek
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — προπηλάκισα, προπηλακίστηκα, προπηλακισμένος, λασπώνω, βρίζω, εξευτελίζω: Προπηλακίσανε τον ξένο άνθρωπο, χωρίς σοβαρό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)