λασπώνω

λασπώνω
(Μ λασπώνω) [λάσπη]
1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου»)
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω
νεοελλ.
1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση
2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)
3. γίνομαι πολτώδης σαν τη λάσπη («πάλι λάσπωσε το ρύζι»)
4. φρ. α) «λάσπωσε η δουλειά» — η υπόθεση ήλθε σε αδιέξοδο ή περιεπλάκη
β) «τά λάσπωσε» — έφερε την υπόθεση σε αδιέξοδο, τά 'κανε θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λασπώνω — λασπώνω, λάσπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λασπώνω — λάσπωσα, λασπώθηκα, λασπωμένος 1. μτβ., αλείφω με λάσπη, λερώνω με λάσπη. 2. αμτβ., λερώνομαι με λάσπη: Οι μπότες μου λάσπωσαν. 3. μτφ., γίνομαι πολτός: Λασπωμένο ρύζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλασπώνω — λασπώνω κάποιον εντελώς, τόν γεμίζω λάσπες …   Dictionary of Greek

  • αλάσπωτος — η, ο [λασπώνω] 1. ο μη αλειμμένος με λάσπη, με αμμοκονία 2. αυτός που δεν λασπώθηκε, που δεν λερώθηκε με λάσπη 3. ο ηθικά ακηλίδωτος, άσπιλος 4. αυτός που δεν περιήλθε σε δύσκολη οικονομική θέση …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — προπηλάκισα, προπηλακίστηκα, προπηλακισμένος, λασπώνω, βρίζω, εξευτελίζω: Προπηλακίσανε τον ξένο άνθρωπο, χωρίς σοβαρό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”